φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… … Dictionary of Greek
λευκομυελίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή που προσβάλλει κυρίως τη λευκή ουσία τού νωτιαίου μυελού 2. φρ. «χρόνια οπίσθια λευκομυελίτιδα» η νωτιαδα φθίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomyelite < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + myelite (< myel < μυελός +… … Dictionary of Greek
νευροσύφιλη — η ιατρ. 1. ονομασία που δίνεται στις ειδικές συφιλιδικές αλλοιώσεις τών μεσοδερμικών στοιχείων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλ. τών μηνίγγων και τών αγγείων τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού 2. η νωτιάδα φθίση και η προϊούσα παράλυση… … Dictionary of Greek
νωτιάς — η (Α νωτιάς, άδος) βλ. νωτιάδα … Dictionary of Greek
νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… … Dictionary of Greek