νωτιάδα

νωτιάδα
και νωτιάς, η (Α νωτιάς, -άδος)
1. η νωτιαία
2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» — πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και τής αισθητικότητας καθώς και με έλλειψη αντανακλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιάς- (πρβλ. κυκλ-ιάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… …   Dictionary of Greek

  • λευκομυελίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή που προσβάλλει κυρίως τη λευκή ουσία τού νωτιαίου μυελού 2. φρ. «χρόνια οπίσθια λευκομυελίτιδα» η νωτιαδα φθίση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucomyelite < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + myelite (< myel < μυελός +… …   Dictionary of Greek

  • νευροσύφιλη — η ιατρ. 1. ονομασία που δίνεται στις ειδικές συφιλιδικές αλλοιώσεις τών μεσοδερμικών στοιχείων τού κεντρικού νευρικού συστήματος, δηλ. τών μηνίγγων και τών αγγείων τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού 2. η νωτιάδα φθίση και η προϊούσα παράλυση… …   Dictionary of Greek

  • νωτιάς — η (Α νωτιάς, άδος) βλ. νωτιάδα …   Dictionary of Greek

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”